- ἐπιβουλία
- ἐπῐβουλία1 treachery ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (v. l. ἐπιβουλίαις, cf. O. 10.41) N. 4.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐπιβουλία — ἐπιβουλίᾱ , ἐπιβουλία treachery fem nom/voc/acc dual ἐπιβουλίᾱ , ἐπιβουλία treachery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίᾳ — ἐπιβουλίαι , ἐπιβουλία treachery fem nom/voc pl ἐπιβουλίᾱͅ , ἐπιβουλία treachery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβουλία — η (Α ἐπιβουλία) [επίβουλος] νεοελλ. ονομασία μικρού σιφωνοφόρου αρχ. επιβουλή … Dictionary of Greek
ἐπιβουλίας — ἐπιβουλίᾱς , ἐπιβουλία treachery fem acc pl ἐπιβουλίᾱς , ἐπιβουλία treachery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίαν — ἐπιβουλίᾱν , ἐπιβουλία treachery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλιῶν — ἐπιβουλία treachery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίαις — ἐπιβουλία treachery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίην — ἐπιβουλία treachery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίης — ἐπιβουλία treachery fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιός — ά, ό (AM κακοποιός, όν) 1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός κακούργος, εγκληματίας μσν. 1. ανήθικος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν… … Dictionary of Greek
πιβουλιά — η, Ν δόλος, επιβουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐπιβουλία με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek